- δέσμ'
- δέσμα , δέσμαbondneut nom/voc/acc sgδέσμαι , δέσμηpackagefem nom/voc plδέσμᾱͅ , δέσμηpackagefem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεσμ' — δεσμί , δεσμίς fem voc sg δεσμά , δεσμός band neut nom/voc/acc pl δεσμέ , δεσμός band masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TRIDENS — Neptuni insigne, quô a Cyclopibus donatus fingitur, uti videre est pluribus apud Natalem Comitem, Mythol. l. 5. c. 8. adde, quae diximus in voce Neptunus. Sed et tridentem in clypeo suo gessit Dryas, apud Papinium Statium, Theb. l. 7. v. 255.… … Hofmann J. Lexicon universale
-ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… … Dictionary of Greek
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek
καπνωτήριον — καπνωτήριον, τὸ (Α) βωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + ωτήριον (πρβλ. δεσμ ωτήριον)] … Dictionary of Greek
καραβιώτης — ο αυτός που εργάζεται σε καράβι, ο ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + κατάλ. ώτης (πρβλ. δεσμ ώτης, νησ ιώτης)] … Dictionary of Greek
κεφαλίδα — η (ΑΜ κεφαλίς, ίδος) μικρό κεφάλι, κεφαλάκι («κεφαλίδας ἥλων», Αθήν.) νεοελλ. 1. ο τίτλος εντύπου ή κεφαλαίου ο οποίος σε μερικά βιβλία αναγράφεται στην κορυφή κάθε σελίδας 2. ρητό ή απόφθεγμα που προτάσσεται σε βιβλίο ή σε κεφάλαιο βιβλίου,… … Dictionary of Greek
κλινίς — κλινίς, ίδος, ἡ (Α) 1. κλινάριον* 2. (κατά τον Πολυδ., τον Ησύχ. και τον Φώτ.) το κάθισμα τής άμαξας στο οποίο καθόταν η νύφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + υποκορ. κατάλ. ίς / ίδος (πρβλ. δεσμ ίς, στομ ίς)] … Dictionary of Greek
πλουτίς — ίδος, ἡ, Α η φατρία τών πλουσίων στη Μίλητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. δεσμ ίς)] … Dictionary of Greek